- ξεβαίνω
- (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω)βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρομσν.1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι2. απελευθερώνομαι3. αποβιβάζομαι4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα6. αποπλέω7. ανοίγομαι στο πέλαγος8. μεταβαίνω κάπου9. πηγαίνω να προϋπαντήσω, να συναντήσω κάποιον10. (για πλήθος) συγκεντρώνομαι για να παρακολουθήσω11. κάνω επιδρομή, εκστρατεύω12. επιτίθεμαι13. απομακρύνομαι προσωρινά από το πεδίο τής μάχης14. εκθρονίζομαι15. ξεπροβάλλω16. ξεχωρίζω από κάποια ομάδα17. αποσκιρτώ, αποστατώ18. παραβαίνω19. κατεβαίνω20. καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση21. αποδεικνύομαι22. αναδεικνύομαι σε κάποιο αξίωμα23. (για ουράνια σώματα) ανατέλλω24. (για φήμη) διαδίδομαι, διασπείρομαι25. προέρχομαι, πηγάζω26. (για μαντεία) έρχομαι στο μυαλό κάποιου27. παρεκκλίνω από τη σειρά τής αφήγησης28. (για μέλος τού σώματος) ξεσκεπάζομαι, γυμνώνομαι29. (για υγρό'ή ιδρώτα) εκκρίνομαι30. φυτρώνω31. (για ήχο) παράγομαι, εκπέμπομαι32. (για ανθρώπινη φωνή) βγαίνω33. (για ασθένεια) εξαλείφομαι34. ξεφεύγω, διαφεύγω35. (για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) τελειώνω36. εγκαταλείπω την εργασία μου37. διέρχομαι ποτάμι, στενό, πόρτα ή δύσβατο δρόμο38. φρ. α) «ξεβαίνω ἀπὸ τὸν νοῡν» — παραλογίζομαι, τρελαίνομαιβ) «ξεβαίνει κάτι ἀπό τὸν νοῡν μου» και «ξεβαίνει κάτι ἐκ τὸν νοῡν μου» — ξεχνώ κάτιγ) «ξεβαίνω εἰς τὸ φῶς τοῡ κόσμου» — γεννιέμαιδ) «ξεβαίνει λόγος» — γίνεται γνωστόε) «ξεβαίνει ἡ ψυχή» ή «ξεβαίνει ἡ ψυχίτσα μου» — πεθαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έβαινον (βλ. και λ. ξ[ε]-), πρτ. του ἐκβαίνω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.